καταθορύβηση

καταθορύβηση
η
1. πρόκληση μεγάλης ανησυχίας
2. το να καταλαμβάνεται κανείς από μεγάλη ανησυχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάθαψις — κάθαψις, άψεως, ἡ (AM) μσν. [καθάπτομαι] καταθορύβηση, κατάπληξη με τρόμο αρχ. το μετά το λουτρό τρίψιμο τού σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”